- ἱππόκροτον
- ἱππόκροτοςsounding with the tramp of horsesmasc/fem acc sgἱππόκροτοςsounding with the tramp of horsesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκυρωτός — ή, ό / σκυρωτός, ή, όν, ΝΑ, και σκιρωτός και σκιρρωτός, ή, ό, Ν νεοελλ. στρωμένος με σκύρα αρχ. στρωμένος με λίθους, λιθόστρωτος («ἱππόκροτον σκυρωτὰν ὁδόν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦρος* / σκίρ(ρ)ος «χαλίκι» + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός)] … Dictionary of Greek